ολιγόγονος

ολιγόγονος
ὀλιγόγονος, -ον (Α)
1. (για ζώα) αυτός που γεννά κάθε φορά λίγα μόνο νεογνά
2. (για ζώα και φυτά) στείρος, άγονος, άκαρπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο) + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. πολύ-γονος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀλιγόγονον — ὀλιγόγονος producing few offspring masc/fem acc sg ὀλιγόγονος producing few offspring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγογονώτερα — ὀλιγόγονος producing few offspring neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγογόνων — ὀλιγόγονος producing few offspring masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγόγονα — ὀλιγόγονος producing few offspring neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγόγονοι — ὀλιγόγονος producing few offspring masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • ολιγογονία — ὀλιγογονία, ἡ (Α) [ολιγόγονος] (για ζώα) η γέννηση κάθε φορά λίγων μόνον τέκνων («τοῑς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε, τοῑς δ ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”